- κατακληίς
- κατακληΐς, -ῑδος, ἡ (Α)(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… … Dictionary of Greek